γλάρωμα

γλάρωμα
το
η νύστα, η υπνηλία: Η παρέα ήταν βαρετή και μ’ έπιασε γλάρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”